Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

θήρευσις
θηρευτής
θηρευτικός
θηρευτός
θηρεύω
θηρητήρ
θηρήτωρ
Θηρίκλειος
θηρίον
θηριόομαι
θηριότης
θηριώδης
θηροβολέω
θηροκτόνος
θηρομιγής
θηροσκόπος
θηροτρόφος
θηροφόνος
θής
θησαίατο
θησάμενος
View word page
θηριότης
θηριότηςητοςf brutishnessin a personArist.

ShortDef

the nature of a beast, brutality

Debugging

Headword:
θηριότης
Headword (normalized):
θηριότης
Headword (normalized/stripped):
θηριοτης
IDX:
19218
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19219
Key:
θηριότης

Data

{'headword_display': '<b>θηριότης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>θηριότης</HL><Infl>ητος</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>brutishness<Expl>in a person</Expl></Tr><Au>Arist.</Au></nS1></NE>', 'key': 'θηριότης'}