Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

θήρευμα
θήρευσις
θηρευτής
θηρευτικός
θηρευτός
θηρεύω
θηρητήρ
θηρήτωρ
Θηρίκλειος
θηρίον
θηριόομαι
θηριότης
θηριώδης
θηροβολέω
θηροκτόνος
θηρομιγής
θηροσκόπος
θηροτρόφος
θηροφόνος
θής
θησαίατο
View word page
θηριόομαι
θηριόομαιpass.contr.vb fig., of a personbecome beast-likebrutishPl. of soresbecome malignant, festerThphr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θηριόομαι
Headword (normalized):
θηριόομαι
Headword (normalized/stripped):
θηριοομαι
IDX:
19217
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19218
Key:
θηριόομαι

Data

{'headword_display': '<b>θηριόομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>θηριόομαι</HL><PS>pass.contr.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>fig., of a person</Indic><Tr>become beast-like<or/>brutish</Tr><Au>Pl.</Au> </vS1> <vS1><Indic>of sores</Indic><Tr>become malignant, fester</Tr><Au>Thphr.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'θηριόομαι'}