Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

θήρᾱτρον
θηράω
θήρειος
θήρευμα
θήρευσις
θηρευτής
θηρευτικός
θηρευτός
θηρεύω
θηρητήρ
θηρήτωρ
Θηρίκλειος
θηρίον
θηριόομαι
θηριότης
θηριώδης
θηροβολέω
θηροκτόνος
θηρομιγής
θηροσκόπος
θηροτρόφος
View word page
θηρήτωρ
θηρήτωροροςIon.m hunterappos.w. ἀνήρIl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θηρήτωρ
Headword (normalized):
θηρήτωρ
Headword (normalized/stripped):
θηρητωρ
IDX:
19214
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19215
Key:
θηρήτωρ

Data

{'headword_display': '<b>θηρήτωρ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>θηρήτωρ</HL><Infl>ορος</Infl><PS>Ion.m</PS></HG> <nS1><Tr>hunter<Expl>appos.w. <Gr>ἀνήρ</Gr></Expl></Tr><Au>Il.</Au></nS1></NE>', 'key': 'θηρήτωρ'}