Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

θηρᾱτής
θηρᾱτικός
θηρᾱτός
θήρᾱτρον
θηράω
θήρειος
θήρευμα
θήρευσις
θηρευτής
θηρευτικός
θηρευτός
θηρεύω
θηρητήρ
θηρήτωρ
Θηρίκλειος
θηρίον
θηριόομαι
θηριότης
θηριώδης
θηροβολέω
θηροκτόνος
View word page
θηρευτός
θηρευτόςή όνadj of animalssuitable for being huntedArist.

ShortDef

catchable, attainable

Debugging

Headword:
θηρευτός
Headword (normalized):
θηρευτός
Headword (normalized/stripped):
θηρευτος
IDX:
19211
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19212
Key:
θηρευτός

Data

{'headword_display': '<b>θηρευτός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>θηρευτός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of animals</Indic><Tr>suitable for being hunted</Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'θηρευτός'}