Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

θηλυκρατής
θηλυκτόνος
θηλύμορφος
θηλύνους
θηλῡ́νω
θηλύπους
θῆλυς
θηλύσπορος
θηλύτης
θηλυτόκος
θηλυφανής
θηλύφρων
θῆμαι
θημών
θην
θηξάσθω
θηοῖο
θηπέω
θήρ
Θήρᾱ
θήρᾱ
View word page
θηλυ-φανής
θηλυ-φανήςέςadjφαίνομαι of young menresembling girlsin physical appearancePlu.

ShortDef

like a woman

Debugging

Headword:
θηλυφανής
Headword (normalized):
θηλυφανής
Headword (normalized/stripped):
θηλυφανης
IDX:
19187
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19188
Key:
θηλυφανής

Data

{'headword_display': '<b>θηλυ-φανής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>θηλυ-φανής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>φαίνομαι</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of young men</Indic><Tr>resembling girls<Expl>in physical appearance</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'θηλυφανής'}