Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

θηλυδριώδης
θηλυκρατής
θηλυκτόνος
θηλύμορφος
θηλύνους
θηλῡ́νω
θηλύπους
θῆλυς
θηλύσπορος
θηλύτης
θηλυτόκος
θηλυφανής
θηλύφρων
θῆμαι
θημών
θην
θηξάσθω
θηοῖο
θηπέω
θήρ
Θήρᾱ
View word page
θηλυ-τόκος
θηλυ-τόκοςονadj of animalsgiving birth to female offspringArist. Theoc.

ShortDef

giving birth to girls

Debugging

Headword:
θηλυτόκος
Headword (normalized):
θηλυτόκος
Headword (normalized/stripped):
θηλυτοκος
IDX:
19186
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19187
Key:
θηλυτόκος

Data

{'headword_display': '<b>θηλυ-τόκος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>θηλυ-τόκος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of animals</Indic><Tr>giving birth to female offspring</Tr><Au>Arist. Theoc.</Au></aS1></AE>', 'key': 'θηλυτόκος'}