Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

θηλυγενής
θηλυδρίης
θηλυδριώδης
θηλυκρατής
θηλυκτόνος
θηλύμορφος
θηλύνους
θηλῡ́νω
θηλύπους
θῆλυς
θηλύσπορος
θηλύτης
θηλυτόκος
θηλυφανής
θηλύφρων
θῆμαι
θημών
θην
θηξάσθω
θηοῖο
θηπέω
View word page
θηλύ-σπορος
θηλύ-σποροςονadjσπορᾱ́ of a familyof female offspringA.

ShortDef

of female kind

Debugging

Headword:
θηλύσπορος
Headword (normalized):
θηλύσπορος
Headword (normalized/stripped):
θηλυσπορος
IDX:
19184
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19185
Key:
θηλύσπορος

Data

{'headword_display': '<b>θηλύ-σπορος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>θηλύ-σπορος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>σπορᾱ́</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a family</Indic><Tr>of female offspring</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'θηλύσπορος'}