Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

θηλέω
θηλή
θηλυγενής
θηλυδρίης
θηλυδριώδης
θηλυκρατής
θηλυκτόνος
θηλύμορφος
θηλύνους
θηλῡ́νω
θηλύπους
θῆλυς
θηλύσπορος
θηλύτης
θηλυτόκος
θηλυφανής
θηλύφρων
θῆμαι
θημών
θην
θηξάσθω
View word page
θηλύ-πους
θηλύ-πουςπουνgen.ποδοςfem.adjπούς of the feet of women and maresfemaleE.dub.

ShortDef

of female foot

Debugging

Headword:
θηλύπους
Headword (normalized):
θηλύπους
Headword (normalized/stripped):
θηλυπους
IDX:
19182
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19183
Key:
θηλύπους

Data

{'headword_display': '<b>θηλύ-πους</b>', 'content': '<AE><HG><HL>θηλύ-πους</HL><Infl>πουν</Infl><VInfl><Lbl>gen.</Lbl><FmInfl>ποδος</FmInfl></VInfl><PS>fem.adj</PS><Ety><Ref>πούς</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of the feet of women and mares</Indic><Tr>female</Tr><Au>E.<LblR>dub.</LblR></Au></aS1></AE>', 'key': 'θηλύπους'}