Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

θηλασμός
θήλεα
θηλέω
θηλή
θηλυγενής
θηλυδρίης
θηλυδριώδης
θηλυκρατής
θηλυκτόνος
θηλύμορφος
θηλύνους
θηλῡ́νω
θηλύπους
θῆλυς
θηλύσπορος
θηλύτης
θηλυτόκος
θηλυφανής
θηλύφρων
θῆμαι
θημών
View word page
θηλύ-νους
θηλύ-νουςουνadjνόος of a manof womanish mindA.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θηλύνους
Headword (normalized):
θηλύνους
Headword (normalized/stripped):
θηλυνους
IDX:
19180
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19181
Key:
θηλύνους

Data

{'headword_display': '<b>θηλύ-νους</b>', 'content': '<AE><HG><HL>θηλύ-νους</HL><Infl>ουν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>νόος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a man</Indic><Tr>of womanish mind</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'θηλύνους'}