Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

θηλάζω
θηλασμός
θήλεα
θηλέω
θηλή
θηλυγενής
θηλυδρίης
θηλυδριώδης
θηλυκρατής
θηλυκτόνος
θηλύμορφος
θηλύνους
θηλῡ́νω
θηλύπους
θῆλυς
θηλύσπορος
θηλύτης
θηλυτόκος
θηλυφανής
θηλύφρων
θῆμαι
View word page
θηλύ-μορφος
θηλύ-μορφοςονadjμορφή of Dionysusof womanish appearanceE.

ShortDef

woman-shaped

Debugging

Headword:
θηλύμορφος
Headword (normalized):
θηλύμορφος
Headword (normalized/stripped):
θηλυμορφος
IDX:
19179
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19180
Key:
θηλύμορφος

Data

{'headword_display': '<b>θηλύ-μορφος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>θηλύ-μορφος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>μορφή</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of Dionysus</Indic><Tr>of womanish appearance</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'θηλύμορφος'}