Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

θηλᾱ́
θηλάζω
θηλασμός
θήλεα
θηλέω
θηλή
θηλυγενής
θηλυδρίης
θηλυδριώδης
θηλυκρατής
θηλυκτόνος
θηλύμορφος
θηλύνους
θηλῡ́νω
θηλύπους
θῆλυς
θηλύσπορος
θηλύτης
θηλυτόκος
θηλυφανής
θηλύφρων
View word page
θηλυ-κτόνος
θηλυ-κτόνοςονadjκτείνω of a warwith killing by womenwaged by murderous womenA.

ShortDef

slaying by woman's hand

Debugging

Headword:
θηλυκτόνος
Headword (normalized):
θηλυκτόνος
Headword (normalized/stripped):
θηλυκτονος
IDX:
19178
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19179
Key:
θηλυκτόνος

Data

{'headword_display': '<b>θηλυ-κτόνος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>θηλυ-κτόνος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κτείνω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a war</Indic><Def>with killing by women</Def><Tr>waged by murderous women</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'θηλυκτόνος'}