Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

θηκτός
θηλᾱ́
θηλάζω
θηλασμός
θήλεα
θηλέω
θηλή
θηλυγενής
θηλυδρίης
θηλυδριώδης
θηλυκρατής
θηλυκτόνος
θηλύμορφος
θηλύνους
θηλῡ́νω
θηλύπους
θῆλυς
θηλύσπορος
θηλύτης
θηλυτόκος
θηλυφανής
View word page
θηλυ-κρατής
θηλυ-κρατήςέςadjκράτος of passionoverpowering a womanA.or perh. giving power to a woman (over a man)

ShortDef

swaying women

Debugging

Headword:
θηλυκρατής
Headword (normalized):
θηλυκρατής
Headword (normalized/stripped):
θηλυκρατης
IDX:
19177
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19178
Key:
θηλυκρατής

Data

{'headword_display': '<b>θηλυ-κρατής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>θηλυ-κρατής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κράτος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of passion</Indic><Tr>overpowering a woman</Tr><Au>A.</Au><Extra>or perh. <ital>giving power to a woman</ital> (<ital>over a man</ital>)</Extra></aS1></AE>', 'key': 'θηλυκρατής'}