Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

θηκάμενος
θήκη
θηκτός
θηλᾱ́
θηλάζω
θηλασμός
θήλεα
θηλέω
θηλή
θηλυγενής
θηλυδρίης
θηλυδριώδης
θηλυκρατής
θηλυκτόνος
θηλύμορφος
θηλύνους
θηλῡ́νω
θηλύπους
θῆλυς
θηλύσπορος
θηλύτης
View word page
θηλυδρίης
θηλυδρίηςεωIon.masc.adj of a manwomanish, effeminateHdt.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θηλυδρίης
Headword (normalized):
θηλυδρίης
Headword (normalized/stripped):
θηλυδριης
IDX:
19175
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19176
Key:
θηλυδρίης

Data

{'headword_display': '<b>θηλυδρίης</b>', 'content': '<AE><HG><HL>θηλυδρίης</HL><Infl>εω</Infl><PS>Ion.masc.adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a man</Indic><Tr>womanish, effeminate</Tr><Au>Hdt.</Au></aS1></AE>', 'key': 'θηλυδρίης'}