Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

θήῃς
θηήσαο
θηητήρ
θήιον
θηκαῖος
θηκάμενος
θήκη
θηκτός
θηλᾱ́
θηλάζω
θηλασμός
θήλεα
θηλέω
θηλή
θηλυγενής
θηλυδρίης
θηλυδριώδης
θηλυκρατής
θηλυκτόνος
θηλύμορφος
θηλύνους
View word page
θηλασμός
θηλασμόςοῦm breast-feedingPlu.

ShortDef

a giving suck, suckling

Debugging

Headword:
θηλασμός
Headword (normalized):
θηλασμός
Headword (normalized/stripped):
θηλασμος
IDX:
19170
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19171
Key:
θηλασμός

Data

{'headword_display': '<b>θηλασμός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>θηλασμός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>breast-feeding</Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'θηλασμός'}