Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

θηγάνω
θήγω
θηέομαι
θήῃς
θηήσαο
θηητήρ
θήιον
θηκαῖος
θηκάμενος
θήκη
θηκτός
θηλᾱ́
θηλάζω
θηλασμός
θήλεα
θηλέω
θηλή
θηλυγενής
θηλυδρίης
θηλυδριώδης
θηλυκρατής
View word page
θηκτός
θηκτόςή όνadjθήγω of steel, swordssharpenedA. E.

ShortDef

sharpened

Debugging

Headword:
θηκτός
Headword (normalized):
θηκτός
Headword (normalized/stripped):
θηκτος
IDX:
19167
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19168
Key:
θηκτός

Data

{'headword_display': '<b>θηκτός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>θηκτός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>θήγω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of steel, swords</Indic><Tr>sharpened</Tr><Au>A. E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'θηκτός'}