Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
Θήβη
θηγάνη
θηγάνω
θήγω
θηέομαι
θήῃς
θηήσαο
θηητήρ
θήιον
θηκαῖος
θηκάμενος
θήκη
θηκτός
θηλᾱ́
θηλάζω
θηλασμός
θήλεα
θηλέω
θηλή
θηλυγενής
θηλυδρίης
View word page
θηκάμενος
θηκάμενος
aor.1 mid.ptcpl.
θῆκαν
ep.3pl.aor.1
θήκατο
ep.3sg.aor.1 mid.
see
τίθημι
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
θηκάμενος
Headword (normalized):
θηκάμενος
Headword (normalized/stripped):
θηκαμενος
IDX:
19165
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19166
Key:
θηκάμενος
Data
{'headword_display': '<b>θηκάμενος</b>', 'content': '<XE><RefFm>θηκάμενος<LblR>aor.1 mid.ptcpl.</LblR></RefFm><RefFm>θῆκαν<LblR>ep.3pl.aor.1</LblR></RefFm><RefFm>θήκατο<LblR>ep.3sg.aor.1 mid.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>τίθημι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'θηκάμενος'}