Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Θῆβαι
Θῆβαι
Θήβη
Θήβη
θηγάνη
θηγάνω
θήγω
θηέομαι
θήῃς
θηήσαο
θηητήρ
θήιον
θηκαῖος
θηκάμενος
θήκη
θηκτός
θηλᾱ́
θηλάζω
θηλασμός
θήλεα
θηλέω
View word page
θηητήρ
θηητήρep.mθηητόςep.adjseeθεᾱτήςθεᾱτός

ShortDef

one who gazes at, an admirer

Debugging

Headword:
θηητήρ
Headword (normalized):
θηητήρ
Headword (normalized/stripped):
θηητηρ
IDX:
19162
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19163
Key:
θηητήρ

Data

{'headword_display': '<b>θηητήρ</b>', 'content': '<XE><HG><HL>θηητήρ</HL><PS>ep.m</PS></HG><HG><HL>θηητός</HL><PS>ep.adj</PS></HG><XR>see<Ref>θεᾱτής</Ref><Ref>θεᾱτός</Ref></XR> </XE>', 'key': 'θηητήρ'}