Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

θεώτερος
θῆαι
Θηβᾱγενής
Θῆβαι
Θῆβαι
Θήβη
Θήβη
θηγάνη
θηγάνω
θήγω
θηέομαι
θήῃς
θηήσαο
θηητήρ
θήιον
θηκαῖος
θηκάμενος
θήκη
θηκτός
θηλᾱ́
θηλάζω
View word page
θηέομαι
θηέομαιIon.mid.contr.vbθηέσκετο3sg.iteratv.impf. mid.see θεᾱ́ομαι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θηέομαι
Headword (normalized):
θηέομαι
Headword (normalized/stripped):
θηεομαι
IDX:
19159
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19160
Key:
θηέομαι

Data

{'headword_display': '<b>θηέομαι</b>', 'content': '<XE><HG><HL>θηέομαι</HL><PS>Ion.mid.contr.vb</PS></HG><RefFm>θηέσκετο<LblR>3sg.iteratv.impf. mid.</LblR></RefFm><XR>see <Ref>θεᾱ́ομαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'θηέομαι'}