Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

θεῴμην
θεωρέω
θεώρημα
θεώρησις
θεωρητήρια
θεωρητικός
θεωρίᾱ
θεωρικός
θεωρίς
θεωρός
θεώτερος
θῆαι
Θηβᾱγενής
Θῆβαι
Θῆβαι
Θήβη
Θήβη
θηγάνη
θηγάνω
θήγω
θηέομαι
View word page
θεώτερος
θεώτεροςcompar.adjsee underθεός

ShortDef

more divine

Debugging

Headword:
θεώτερος
Headword (normalized):
θεώτερος
Headword (normalized/stripped):
θεωτερος
IDX:
19149
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19150
Key:
θεώτερος

Data

{'headword_display': '<b>θεώτερος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>θεώτερος</HL><PS>compar.adj</PS></HG><XR>see under<Ref>θεός</Ref></XR> </XE>', 'key': 'θεώτερος'}