Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
θέτο
θετός
Θεττ-
Θεῦγνις
θευμόριος
θευπροπίᾱ
θεύς
θεῶ
θέω
θέω
θεῴμην
θεωρέω
θεώρημα
θεώρησις
θεωρητήρια
θεωρητικός
θεωρίᾱ
θεωρικός
θεωρίς
θεωρός
θεώτερος
View word page
θεῴμην
θεῴμην
mid.opt.
see
θεᾱ́ομαι
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
θεῴμην
Headword (normalized):
θεῴμην
Headword (normalized/stripped):
θεωμην
IDX:
19139
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19140
Key:
θεῴμην
Data
{'headword_display': '<b>θεῴμην</b>', 'content': '<XE><RefFm>θεῴμην<LblR>mid.opt.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>θεᾱ́ομαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'θεῴμην'}