Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Θεσμοθέτης
θεσμοποιέω
θεσμός
Θεσμοφόρια
Θεσμοφοριάζω
Θεσμοφόριον
Θεσμοφόρος
θεσμοφύλαξ
θεσπέσιος
θεσπιδαής
θεσπιέπεια
θεσπίζω
θέσπιος
θέσπις
Θέσπις
θέσπισμα
θεσπιῳδέω
θεσπιῳδός
Θεσσαλοί
Θεσσαλονῑ́κη
θέσσασθαι
View word page
θεσπιέπεια
θεσπιέπειαᾱςfem.adjἔπος of the Delphic rockuttering oraclespropheticS.

ShortDef

oracular, prophetic

Debugging

Headword:
θεσπιέπεια
Headword (normalized):
θεσπιέπεια
Headword (normalized/stripped):
θεσπιεπεια
IDX:
19112
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19113
Key:
θεσπιέπεια

Data

{'headword_display': '<b>θεσπιέπεια</b>', 'content': '<AE><HG><HL>θεσπιέπεια</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>fem.adj</PS><Ety><Ref>ἔπος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of the Delphic rock</Indic><Def>uttering oracles</Def><Tr>prophetic</Tr><Au>S.</Au></aS1></AE>', 'key': 'θεσπιέπεια'}