Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Θεσμοθετέω
Θεσμοθέτης
θεσμοποιέω
θεσμός
Θεσμοφόρια
Θεσμοφοριάζω
Θεσμοφόριον
Θεσμοφόρος
θεσμοφύλαξ
θεσπέσιος
θεσπιδαής
θεσπιέπεια
θεσπίζω
θέσπιος
θέσπις
Θέσπις
θέσπισμα
θεσπιῳδέω
θεσπιῳδός
Θεσσαλοί
Θεσσαλονῑ́κη
View word page
θεσπι-δαής
θεσπιδαήςέςadjθέσπιςδαίω1 of fireburning awesomelyformidable, portentousHom.

ShortDef

kindled by a god

Debugging

Headword:
θεσπιδαής
Headword (normalized):
θεσπιδαής
Headword (normalized/stripped):
θεσπιδαης
IDX:
19111
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19112
Key:
θεσπιδαής

Data

{'headword_display': '<b>θεσπι-δαής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>θεσπι<hyph/>δαής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>θέσπις</Ref><Ref>δαίω<Hm>1</Hm></Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of fire</Indic><Def>burning awesomely</Def><Tr>formidable, portentous</Tr><Au>Hom.</Au></aS1></AE>', 'key': 'θεσπιδαής'}