Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

θέρος
θέρσεισα
θέρσος
θές
θέσις
θέσκελος
θέσμιος
Θεσμοθετεῖον
Θεσμοθετέω
Θεσμοθέτης
θεσμοποιέω
θεσμός
Θεσμοφόρια
Θεσμοφοριάζω
Θεσμοφόριον
Θεσμοφόρος
θεσμοφύλαξ
θεσπέσιος
θεσπιδαής
θεσπιέπεια
θεσπίζω
View word page
θεσμοποιέω
θεσμοποιέωcontr.vb make lawslegislateE.

ShortDef

to make laws

Debugging

Headword:
θεσμοποιέω
Headword (normalized):
θεσμοποιέω
Headword (normalized/stripped):
θεσμοποιεω
IDX:
19103
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19104
Key:
θεσμοποιέω

Data

{'headword_display': '<b>θεσμοποιέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>θεσμοποιέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Def>make laws</Def><Tr>legislate</Tr><Au>E.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'θεσμοποιέω'}