Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

θέρμω
θέρομαι
θέρος
θέρσεισα
θέρσος
θές
θέσις
θέσκελος
θέσμιος
Θεσμοθετεῖον
Θεσμοθετέω
Θεσμοθέτης
θεσμοποιέω
θεσμός
Θεσμοφόρια
Θεσμοφοριάζω
Θεσμοφόριον
Θεσμοφόρος
θεσμοφύλαξ
θεσπέσιος
θεσπιδαής
View word page
Θεσμοθετέω
Θεσμοθετέωcontr.vb serve as a ThesmothetesAtt.orats.

ShortDef

to be a θεσμοθέτης

Debugging

Headword:
Θεσμοθετέω
Headword (normalized):
θεσμοθετέω
Headword (normalized/stripped):
θεσμοθετεω
IDX:
19101
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19102
Key:
Θεσμοθετέω

Data

{'headword_display': '<b>Θεσμοθετέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>Θεσμοθετέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>serve as a Thesmothetes</Tr><Au>Att.orats.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'Θεσμοθετέω'}