Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

θερμός
θερμότης
θερμουργός
θέρμω
θέρομαι
θέρος
θέρσεισα
θέρσος
θές
θέσις
θέσκελος
θέσμιος
Θεσμοθετεῖον
Θεσμοθετέω
Θεσμοθέτης
θεσμοποιέω
θεσμός
Θεσμοφόρια
Θεσμοφοριάζω
Θεσμοφόριον
Θεσμοφόρος
View word page
θέσκελος
θέσκελοςονadjreltd.θεός of deeds, objectswondrous, marvellousHom. Hes. AR. θέσκελονneut.adv wondrouslyIl.

ShortDef

marvellous, wondrous

Debugging

Headword:
θέσκελος
Headword (normalized):
θέσκελος
Headword (normalized/stripped):
θεσκελος
IDX:
19098
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19099
Key:
θέσκελος

Data

{'headword_display': '<b>θέσκελος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>θέσκελος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety>reltd.<Ref>θεός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of deeds, objects</Indic><Tr>wondrous, marvellous</Tr><Au>Hom. Hes. AR.</Au></aS1> <Adv><vHG><HL>θέσκελον</HL><PS>neut.adv</PS></vHG> <advS1><Tr>wondrously</Tr><Au>Il.</Au></advS1> </Adv></AE>', 'key': 'θέσκελος'}