Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

θερμαντός
θερμασίᾱ
θερμάστρη
θέρμη
θερμόβουλος
θερμόνους
θερμόομαι
Θερμοπύλαι
θερμός
θερμότης
θερμουργός
θέρμω
θέρομαι
θέρος
θέρσεισα
θέρσος
θές
θέσις
θέσκελος
θέσμιος
Θεσμοθετεῖον
View word page
θερμουργός
θερμουργόςόνadjἔργον of a personacting in a rash or impulsive mannerhot-headedX.

ShortDef

doing hot and hasty acts, reckless

Debugging

Headword:
θερμουργός
Headword (normalized):
θερμουργός
Headword (normalized/stripped):
θερμουργος
IDX:
19090
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19091
Key:
θερμουργός

Data

{'headword_display': '<b>θερμουργός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>θερμουργός</HL><Infl>όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἔργον</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a person</Indic><Def>acting in a rash or impulsive manner</Def><Tr>hot-headed</Tr><Au>X.</Au></aS1></AE>', 'key': 'θερμουργός'}