Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

θέρμα
θερμαίνω
θέρμανσις
θερμαντικός
θερμαντός
θερμασίᾱ
θερμάστρη
θέρμη
θερμόβουλος
θερμόνους
θερμόομαι
Θερμοπύλαι
θερμός
θερμότης
θερμουργός
θέρμω
θέρομαι
θέρος
θέρσεισα
θέρσος
θές
View word page
θερμόομαι
θερμόομαιpass.contr.vbonly pf.inf.
τεθερμῶσθαι
of a situation, w. sexual connot.become heatedAr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θερμόομαι
Headword (normalized):
θερμόομαι
Headword (normalized/stripped):
θερμοομαι
IDX:
19086
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19087
Key:
θερμόομαι

Data

{'headword_display': '<b>θερμόομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>θερμόομαι</HL><PS>pass.contr.vb</PS><FG><Tns><Lbl>only pf.inf.</Lbl><Form>τεθερμῶσθαι</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Indic>of a situation, w. sexual connot.</Indic><Tr>become heated</Tr><Au>Ar.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'θερμόομαι'}