Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

θεριστής
θερίστριον
θέρμα
θερμαίνω
θέρμανσις
θερμαντικός
θερμαντός
θερμασίᾱ
θερμάστρη
θέρμη
θερμόβουλος
θερμόνους
θερμόομαι
Θερμοπύλαι
θερμός
θερμότης
θερμουργός
θέρμω
θέρομαι
θέρος
θέρσεισα
View word page
θερμό-βουλος
θερμόβουλοςονadjβουλή hot-counselledrash, impulsiveAr.mock-trag.

ShortDef

hot-tempered

Debugging

Headword:
θερμόβουλος
Headword (normalized):
θερμόβουλος
Headword (normalized/stripped):
θερμοβουλος
IDX:
19084
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19085
Key:
θερμόβουλος

Data

{'headword_display': '<b>θερμό-βουλος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>θερμό<hyph/>βουλος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>βουλή</Ref></Ety></HG> <aS1><Def>hot-counselled</Def><Tr>rash, impulsive</Tr><Au>Ar.<LblR>mock-trag.</LblR></Au></aS1></AE>', 'key': 'θερμόβουλος'}