Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

θερέω
θερίζω
θερινός
θερισμός
θεριστής
θερίστριον
θέρμα
θερμαίνω
θέρμανσις
θερμαντικός
θερμαντός
θερμασίᾱ
θερμάστρη
θέρμη
θερμόβουλος
θερμόνους
θερμόομαι
Θερμοπύλαι
θερμός
θερμότης
θερμουργός
View word page
θερμαντός
θερμαντόςή όνadjof a substanceable to be heatedArist.

ShortDef

capable of being heated

Debugging

Headword:
θερμαντός
Headword (normalized):
θερμαντός
Headword (normalized/stripped):
θερμαντος
IDX:
19080
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19081
Key:
θερμαντός

Data

{'headword_display': '<b>θερμαντός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>θερμαντός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of a substance</Indic><Tr>able to be heated</Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'θερμαντός'}