Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

θέρειος
θέρευς
θερέω
θερίζω
θερινός
θερισμός
θεριστής
θερίστριον
θέρμα
θερμαίνω
θέρμανσις
θερμαντικός
θερμαντός
θερμασίᾱ
θερμάστρη
θέρμη
θερμόβουλος
θερμόνους
θερμόομαι
Θερμοπύλαι
θερμός
View word page
θέρμανσις
θέρμανσιςεωςf process of warmingArist.

ShortDef

heating

Debugging

Headword:
θέρμανσις
Headword (normalized):
θέρμανσις
Headword (normalized/stripped):
θερμανσις
IDX:
19078
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19079
Key:
θέρμανσις

Data

{'headword_display': '<b>θέρμανσις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>θέρμανσις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>process of warming</Tr><Au>Arist.</Au></nS1></NE>', 'key': 'θέρμανσις'}