Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

θεράπων
θέραψ
θέρειος
θέρευς
θερέω
θερίζω
θερινός
θερισμός
θεριστής
θερίστριον
θέρμα
θερμαίνω
θέρμανσις
θερμαντικός
θερμαντός
θερμασίᾱ
θερμάστρη
θέρμη
θερμόβουλος
θερμόνους
θερμόομαι
View word page
θέρμα
θέρμαfseeθέρμη

ShortDef

Therma (later Thessalonica); n.pl., Therma on Sicily

Debugging

Headword:
θέρμα
Headword (normalized):
θέρμα
Headword (normalized/stripped):
θερμα
IDX:
19076
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19077
Key:
θέρμα

Data

{'headword_display': '<b>θέρμα</b>', 'content': '<XE><HG><HL>θέρμα</HL><PS>f</PS></HG><XR>see<Ref>θέρμη</Ref></XR> </XE>', 'key': 'θέρμα'}