Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

θεραποντίς
θεράπων
θέραψ
θέρειος
θέρευς
θερέω
θερίζω
θερινός
θερισμός
θεριστής
θερίστριον
θέρμα
θερμαίνω
θέρμανσις
θερμαντικός
θερμαντός
θερμασίᾱ
θερμάστρη
θέρμη
θερμόβουλος
θερμόνους
View word page
θερίστριον
θερίστριονουn light summer garmentsummer outfitTheoc.

ShortDef

a light summer garment

Debugging

Headword:
θερίστριον
Headword (normalized):
θερίστριον
Headword (normalized/stripped):
θεριστριον
IDX:
19075
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19076
Key:
θερίστριον

Data

{'headword_display': '<b>θερίστριον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>θερίστριον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Def>light summer garment</Def><Tr>summer outfit</Tr><Au>Theoc.</Au></nS1></NE>', 'key': 'θερίστριον'}