Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

θεραπευτός
θεραπεύω
θεραπηίη
θεραπίς
θεράπνη
θεραποντίς
θεράπων
θέραψ
θέρειος
θέρευς
θερέω
θερίζω
θερινός
θερισμός
θεριστής
θερίστριον
θέρμα
θερμαίνω
θέρμανσις
θερμαντικός
θερμαντός
View word page
θερέω
θερέωep.aor.pass.subj. seeθέρομαι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θερέω
Headword (normalized):
θερέω
Headword (normalized/stripped):
θερεω
IDX:
19070
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19071
Key:
θερέω

Data

{'headword_display': '<b>θερέω</b>', 'content': '<XE><RefFm>θερέω<LblR>ep.aor.pass.subj.</LblR></RefFm> <XR>see<Ref>θέρομαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'θερέω'}