Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

θεραπευτήρ
θεραπευτής
θεραπευτικός
θεραπευτός
θεραπεύω
θεραπηίη
θεραπίς
θεράπνη
θεραποντίς
θεράπων
θέραψ
θέρειος
θέρευς
θερέω
θερίζω
θερινός
θερισμός
θεριστής
θερίστριον
θέρμα
θερμαίνω
View word page
θέραψ
θέραψαποςm attendantto a manIon E.to a god, in a sanctuaryE.

ShortDef

attendant, companion, slave

Debugging

Headword:
θέραψ
Headword (normalized):
θέραψ
Headword (normalized/stripped):
θεραψ
IDX:
19067
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19068
Key:
θέραψ

Data

{'headword_display': '<b>θέραψ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>θέραψ</HL><Infl>απος</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>attendant<Expl>to a man</Expl></Tr><Au>Ion E.</Au><nS2><Indic>to a god, in a sanctuary</Indic><Au>E.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'θέραψ'}