Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

θεραπείᾱ
θεράπευμα
θεραπευτήρ
θεραπευτής
θεραπευτικός
θεραπευτός
θεραπεύω
θεραπηίη
θεραπίς
θεράπνη
θεραποντίς
θεράπων
θέραψ
θέρειος
θέρευς
θερέω
θερίζω
θερινός
θερισμός
θεριστής
θερίστριον
View word page
θεραποντίς
θεραποντίςίδοςfem.adjof a dowryconsisting of servantsA.

ShortDef

of a waiting-maid

Debugging

Headword:
θεραποντίς
Headword (normalized):
θεραποντίς
Headword (normalized/stripped):
θεραποντις
IDX:
19065
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19066
Key:
θεραποντίς

Data

{'headword_display': '<b>θεραποντίς</b>', 'content': '<AE><HG><HL>θεραποντίς</HL><Infl>ίδος</Infl><PS>fem.adj</PS></HG><aS1><Indic>of a dowry</Indic><Tr>consisting of servants</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'θεραποντίς'}