Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

θεράπαινα
θεραπαινίς
θεραπείᾱ
θεράπευμα
θεραπευτήρ
θεραπευτής
θεραπευτικός
θεραπευτός
θεραπεύω
θεραπηίη
θεραπίς
θεράπνη
θεραποντίς
θεράπων
θέραψ
θέρειος
θέρευς
θερέω
θερίζω
θερινός
θερισμός
View word page
θεραπίς
θεραπίςίδοςfθέραψ handmaidnursew.gen.of weak people, fig.ref. to the city of AthensPl.

ShortDef

paying court to, favouring

Debugging

Headword:
θεραπίς
Headword (normalized):
θεραπίς
Headword (normalized/stripped):
θεραπις
IDX:
19063
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19064
Key:
θεραπίς

Data

{'headword_display': '<b>θεραπίς</b>', 'content': '<NE><HG><HL>θεραπίς</HL><Infl>ίδος</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>θέραψ</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>handmaid<or/>nurse<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of weak people, fig.ref. to the city of Athens</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'θεραπίς'}