Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

θεόφορος
Θεόφραστος
θεόφρων
θεράπαινα
θεραπαινίς
θεραπείᾱ
θεράπευμα
θεραπευτήρ
θεραπευτής
θεραπευτικός
θεραπευτός
θεραπεύω
θεραπηίη
θεραπίς
θεράπνη
θεραποντίς
θεράπων
θέραψ
θέρειος
θέρευς
θερέω
View word page
θεραπευτός
θεραπευτόςή όνadj of virtuecapable of being fosteredPl.to be cared fortreatedArist.

ShortDef

that may be fostered

Debugging

Headword:
θεραπευτός
Headword (normalized):
θεραπευτός
Headword (normalized/stripped):
θεραπευτος
IDX:
19060
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19061
Key:
θεραπευτός

Data

{'headword_display': '<b>θεραπευτός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>θεραπευτός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of virtue</Indic><Tr>capable of being fostered</Tr><Au>Pl.</Au></aS1><aS1><Tr>to be cared for<or/>treated</Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'θεραπευτός'}