Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

θεοφιλής
θεόφιν
θεοφορέομαι
θεοφόρητος
θεόφορος
Θεόφραστος
θεόφρων
θεράπαινα
θεραπαινίς
θεραπείᾱ
θεράπευμα
θεραπευτήρ
θεραπευτής
θεραπευτικός
θεραπευτός
θεραπεύω
θεραπηίη
θεραπίς
θεράπνη
θεραποντίς
θεράπων
View word page
θεράπευμα
θεράπευμαατοςn usu.pl.act of caringcare, attentionpaid to a child, a blind personE.to a guestPl.to a dogX.to one's bodyPl.specif.medical attentionArist.

ShortDef

medical treatment

Debugging

Headword:
θεράπευμα
Headword (normalized):
θεράπευμα
Headword (normalized/stripped):
θεραπευμα
IDX:
19056
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19057
Key:
θεράπευμα

Data

{'headword_display': '<b>θεράπευμα</b>', 'content': "<NE><HG><HL>θεράπευμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Indic>usu.pl.</Indic><Def>act of caring</Def><Tr>care, attention<Expl>paid to a child, a blind person</Expl></Tr><Au>E.</Au><nS2><Indic>to a guest</Indic><Au>Pl.</Au></nS2><nS2><Indic>to a dog</Indic><Au>X.</Au></nS2><nS2><Indic>to one's body</Indic><Au>Pl.</Au></nS2><nS2><Indic>specif.</Indic><Tr>medical attention</Tr><Au>Arist.</Au></nS2></nS1> </NE>", 'key': 'θεράπευμα'}