Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

θεουδής
Θεοφάνια
θεοφιλής
θεόφιν
θεοφορέομαι
θεοφόρητος
θεόφορος
Θεόφραστος
θεόφρων
θεράπαινα
θεραπαινίς
θεραπείᾱ
θεράπευμα
θεραπευτήρ
θεραπευτής
θεραπευτικός
θεραπευτός
θεραπεύω
θεραπηίη
θεραπίς
θεράπνη
View word page
θεραπαινίς
θεραπαινίςίδοςf female slavemaidPl. D. Plu. θεραπαινίδιονουndimin. sts. derog.slave-girlMen. Plu.

ShortDef

female slave

Debugging

Headword:
θεραπαινίς
Headword (normalized):
θεραπαινίς
Headword (normalized/stripped):
θεραπαινις
IDX:
19054
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19055
Key:
θεραπαινίς

Data

{'headword_display': '<b>θεραπαινίς</b>', 'content': '<NE><HG><HL>θεραπαινίς</HL><Infl>ίδος</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Def>female slave</Def><Tr>maid</Tr><Au>Pl. D. Plu.</Au></nS1> <RelW><HG><HL>θεραπαινίδιον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS><Ety>dimin.</Ety></HG> <nS1><Indic>sts. derog.</Indic><Tr>slave-girl</Tr><Au>Men. Plu.</Au></nS1></RelW></NE>', 'key': 'θεραπαινίς'}