Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

θεόταυρος
θεοτερπής
θεοτῑ́μητος
θεότῑμος
θεότρεπτος
θεουδείη
θεουδής
Θεοφάνια
θεοφιλής
θεόφιν
θεοφορέομαι
θεοφόρητος
θεόφορος
Θεόφραστος
θεόφρων
θεράπαινα
θεραπαινίς
θεραπείᾱ
θεράπευμα
θεραπευτήρ
θεραπευτής
View word page
θεοφορέομαι
θεοφορέομαιpass.contr.vbθεόφορος be possessed by a godMen.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θεοφορέομαι
Headword (normalized):
θεοφορέομαι
Headword (normalized/stripped):
θεοφορεομαι
IDX:
19048
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19049
Key:
θεοφορέομαι

Data

{'headword_display': '<b>θεοφορέομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>θεοφορέομαι</HL><PS>pass.contr.vb</PS><Ety><Ref>θεόφορος</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>be possessed by a god</Tr><Au>Men.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'θεοφορέομαι'}