Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

θεομαχίᾱ
θεομάχος
θεομήστωρ
θεομῑσής
θεόμορος
θεομυσής
θέον
θεόομαι
θεόπεμπτος
θεοποίητος
θεοπολέω
θεόπομπος
θεοπόνητος
θεοπρεπής
θεοπροπέω
θεοπροπίᾱ
θεοπρόπιον
θεοπρόπος
θεόπτυστος
θεόπυρος
θέορτος
View word page
θεοπολέω
θεοπολέωcontr.vbπέλω engage in religious observancesPl.

ShortDef

minister in things divine

Debugging

Headword:
θεοπολέω
Headword (normalized):
θεοπολέω
Headword (normalized/stripped):
θεοπολεω
IDX:
19016
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19017
Key:
θεοπολέω

Data

{'headword_display': '<b>θεοπολέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>θεοπολέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>πέλω</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>engage in religious observances</Tr><Au>Pl.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'θεοπολέω'}