Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

θεοισεχθρίᾱ
θεοκλυτέω
θεοκλύτησις
θεόκλυτος
θεόκραντος
Θεόκριτος
θεόκτιτος
θεόληπτος
θεολογέω
θεολογίᾱ
θεολογικός
θεόλογος
θεομανής
θεόμαντις
θεομαχέω
θεομαχίᾱ
θεομάχος
θεομήστωρ
θεομῑσής
θεόμορος
θεομυσής
View word page
θεολογικός
θεολογικόςή όνadjof a branch of philosophyrelating to discussion about the godstheologicalArist.

ShortDef

theological

Debugging

Headword:
θεολογικός
Headword (normalized):
θεολογικός
Headword (normalized/stripped):
θεολογικος
IDX:
19001
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-19002
Key:
θεολογικός

Data

{'headword_display': '<b>θεολογικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>θεολογικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of a branch of philosophy</Indic><Def>relating to discussion about the gods</Def><Tr>theological</Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'θεολογικός'}