Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀπόπατος
ἀποπαύω
ἀπόπειρα
ἀποπειράομαι
ἀποπέκομαι
ἀποπελεκάω
ἀποπέμπω
ἀπόπεμψις
ἀποπενθέω
ἀποπεράω
ἀποπέρδομαι
ἀποπερκόομαι
ᾱ̓ποπέσῃσι
ἀποπέτομαι
ἀποπεφασμένως
ἀποπήγνῡμι
ἀποπηδάω
ἀποπίμπλημι
ἀποπῑ́νω
ἀποπίπτω
ἀποπιστεύω
View word page
ἀπο-πέρδομαι
ἀποπέρδομαιmid.vbfut.
ἀποπαρδήσομαι
aor.2 act.
ἀπέπαρδον
fart explosivelyAr.

ShortDef

to break wind

Debugging

Headword:
ἀποπέρδομαι
Headword (normalized):
ἀποπέρδομαι
Headword (normalized/stripped):
αποπερδομαι
IDX:
189
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-190
Key:
ἀποπέρδομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἀπο-πέρδομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀπο<hyph/>πέρδομαι</HL><PS>mid.vb</PS><FG><Tns><Lbl>fut.</Lbl><Form>ἀποπαρδήσομαι</Form></Tns><Tns><Lbl>aor.2 act.</Lbl><Form>ἀπέπαρδον</Form></Tns></FG></vHG> <vS1> <Tr>fart explosively</Tr><Au>Ar.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀποπέρδομαι'}