Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

θεμίπλεκτος
θέμις
θεμισκόπος
θεμισκρέων
θεμίσσομαι
θέμιστα
θεμιστεῖος
θεμιστεύω
θεμιστοπόλος
θεμιστός
θεμιστοῦχος
θεμίστων
θεμιτεύω
θεμιτός
θεμοί
θέμος
θεμόω
θέναρ
θενεῖν
θέο
θεοβλάβεια
View word page
θεμιστοῦχος
θεμιστοῦχοςονadjἔχω of kingsadministering the lawwith legal authorityAR.

ShortDef

upholding right

Debugging

Headword:
θεμιστοῦχος
Headword (normalized):
θεμιστοῦχος
Headword (normalized/stripped):
θεμιστουχος
IDX:
18966
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-18967
Key:
θεμιστοῦχος

Data

{'headword_display': '<b>θεμιστοῦχος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>θεμιστοῦχος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἔχω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of kings</Indic><Def>administering the law</Def><Tr>with legal authority</Tr><Au>AR.</Au></aS1></AE>', 'key': 'θεμιστοῦχος'}