Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

θεμίζομαι
θεμίξενος
θεμίπλεκτος
θέμις
θεμισκόπος
θεμισκρέων
θεμίσσομαι
θέμιστα
θεμιστεῖος
θεμιστεύω
θεμιστοπόλος
θεμιστός
θεμιστοῦχος
θεμίστων
θεμιτεύω
θεμιτός
θεμοί
θέμος
θεμόω
θέναρ
θενεῖν
View word page
θεμιστο-πόλος
θεμιστοπόλοςονadjπέλω of kingsministering with laws and justicelaw-ministeringHes.fr. hHom.

ShortDef

ministering law

Debugging

Headword:
θεμιστοπόλος
Headword (normalized):
θεμιστοπόλος
Headword (normalized/stripped):
θεμιστοπολος
IDX:
18964
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-18965
Key:
θεμιστοπόλος

Data

{'headword_display': '<b>θεμιστο-πόλος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>θεμιστο<hyph/>πόλος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πέλω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of kings</Indic><Def>ministering with laws and justice</Def><Tr>law-ministering</Tr><Au>Hes.<Wk>fr.</Wk> hHom.</Au></aS1></AE>', 'key': 'θεμιστοπόλος'}