Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

θέμεθλα
θεμείλια
θεμέλιοι
θεμελιόω
θεμελίωσις
θέμεν
θεμερῶπις
Θεμίγονος
θεμίζομαι
θεμίξενος
θεμίπλεκτος
θέμις
θεμισκόπος
θεμισκρέων
θεμίσσομαι
θέμιστα
θεμιστεῖος
θεμιστεύω
θεμιστοπόλος
θεμιστός
θεμιστοῦχος
View word page
θεμί-πλεκτος
θεμίπλεκτοςονadjπλεκτός of garlandsduly plaitedi.e. won fairlyPi.

ShortDef

rightly plaited

Debugging

Headword:
θεμίπλεκτος
Headword (normalized):
θεμίπλεκτος
Headword (normalized/stripped):
θεμιπλεκτος
IDX:
18956
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-18957
Key:
θεμίπλεκτος

Data

{'headword_display': '<b>θεμί-πλεκτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>θεμί<hyph/>πλεκτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πλεκτός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of garlands</Indic><Tr>duly plaited<Expl>i.e. won fairly</Expl></Tr><Au>Pi.</Au></aS1></AE>', 'key': 'θεμίπλεκτος'}