Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

θέλκτρον
θέλκτωρ
θελξιεπής
θελξίμβροτος
θελξίφρων
θέλω
θέμεθλα
θεμείλια
θεμέλιοι
θεμελιόω
θεμελίωσις
θέμεν
θεμερῶπις
Θεμίγονος
θεμίζομαι
θεμίξενος
θεμίπλεκτος
θέμις
θεμισκόπος
θεμισκρέων
θεμίσσομαι
View word page
θεμελίωσις
θεμελίωσιςεωςf laying of the foundationsw.gen.of a templePlu.

ShortDef

foundation

Debugging

Headword:
θεμελίωσις
Headword (normalized):
θεμελίωσις
Headword (normalized/stripped):
θεμελιωσις
IDX:
18950
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-18951
Key:
θεμελίωσις

Data

{'headword_display': '<b>θεμελίωσις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>θεμελίωσις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>laying of the foundations<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of a temple</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'θεμελίωσις'}