Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

θεῖος
θειότης
θειόω
θειόω
θείς
θείω
θείω
θέλγητρον
θέλγω
θελεμός
θέλεος
θέλημα
θελημός
θελκτήρ
θελκτήριον
θελκτήριος
θέλκτρον
θέλκτωρ
θελξιεπής
θελξίμβροτος
θελξίφρων
View word page
θέλεος
θέλεοςονadjθέλω of a personwillingA.

ShortDef

willing

Debugging

Headword:
θέλεος
Headword (normalized):
θέλεος
Headword (normalized/stripped):
θελεος
IDX:
18934
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-18935
Key:
θέλεος

Data

{'headword_display': '<b>θέλεος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>θέλεος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>θέλω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a person</Indic><Tr>willing</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'θέλεος'}