Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

αὐτοσχεδόν
αὐτοτελής
αὐτότοκος
αὐτοτραγικός
αὐτοτράπεζος
αὐτοτροπέω
αὑτοῦ
αὐτοῦ
αὐτουργέω
αὐτουργίᾱ
αὐτουργικός
αὐτουργός
αὑτούς
αὐτόφι(ν)
αὐτόφλοιος
αὐτοφόνος
αὐτοφόντης
αὐτόφορτος
αὐτοφυής
αὐτόφυτος
αὐτόφωρος
View word page
αὐτουργικός
αὐτουργικόςή όνadj fem.sb.craft of making actual objectsopp. imitationsPl.

ShortDef

willing

Debugging

Headword:
αὐτουργικός
Headword (normalized):
αὐτουργικός
Headword (normalized/stripped):
αυτουργικος
IDX:
1892
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1893
Key:
αὐτουργικός

Data

{'headword_display': '<b>αὐτουργικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>αὐτουργικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><SGrm><GLbl>fem.sb.</GLbl><Def>craft of making actual objects<Expl>opp. imitations</Expl></Def><Au>Pl.</Au></SGrm></aS1></AE>', 'key': 'αὐτουργικός'}