Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

θέᾱμα
θεᾱ́ομαι
θεᾱρίᾱ
θεᾱτής
θεᾱτός
θεᾱτρικός
θεᾱτροκρατίᾱ
θέᾱτρον
θεᾱτρώνης
θέειον
θεειόω
θεή
θέη
θεήιος
θεήλατος
θέημα
θεήσομαι
θεητής
θειάζω
θειασμός
Θείβᾱθε(ν)
View word page
θεειόω
θεειόωep.contr.vbseeθειόω1

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
θεειόω
Headword (normalized):
θεειόω
Headword (normalized/stripped):
θεειοω
IDX:
18906
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-18907
Key:
θεειόω

Data

{'headword_display': '<b>θεειόω</b>', 'content': '<XE><HG><HL>θεειόω</HL><PS>ep.contr.vb</PS></HG><XR>see<Ref>θειόω<Hm>1</Hm></Ref></XR> </XE>', 'key': 'θεειόω'}